γλυκανάλατος

γλυκανάλατος
η , ο [ος , ον ]
1) безвкусный, пресный; 2) перен. безвкусный; приторный, слащавый;

γλυκανάλατα αστεία — плоские шутки;

3) непривлекательный, неприятный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γλυκανάλατος" в других словарях:

  • γλυκανάλατος — η, ο άνοστος (γιατί δεν έχει αρκετό αλάτι) 2. άχαρος στους τρόπους ή τους λόγους, ανιαρός …   Dictionary of Greek

  • γλυκανάλατος — η, ο 1. (για τα φαγητά), ανάλατος, άνοστος: Πάντα μαγειρεύει γλυκανάλατα φαγητά. 2. μτφ., άχαρος: Είδαμε μια γλυκανάλατη ταινία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκαναλατιά — η η ιδιότητα τού γλυκανάλατου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκανάλατος. Η λ., στον λόγιο τ. (γλυκαναλατία, η), μαρτυρείται από το 1877 στον Ε. Ροΐδη] …   Dictionary of Greek

  • γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»